πελωρίδα

πελωρίδα
πελωρίς
mussel
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πελωρίδα — Πελωρίς mussel fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίλοφος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Πιερίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.). * * * ον, Α 1. (για περικεφαλαία) αυτός που έχει τρία λοφία 2. αυτός που έχει τρεις κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”